Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Διαόλι


Είναι που κλαίει τα βράδια. Κάθε βράδυ. Το ξέρω. Τον ακούω. Τον ακούω να σπαράζει, να ουρλιάζει να ματώνει τον λαιμό του, να σκίζει τις φωνητικές του χορδές. Και όλα αυτά κάτω από την μάσκα που φοβάται να την βγάλει ακόμα και στον ύπνο του.

Και εγώ; Και εγώ κάθομαι στο σκαμπό, εκεί κάτω από το παράθυρο. Μα δε μπορώ να βοηθήσω. Δε ξέρω τι να κάνω. Να πάω κοντά; Να τον χαϊδέψω; Να του πω έναν καλό λόγο; Θα με ακούσει άραγε;
Το παράθυρο είναι κλειστό, μα ένα ρίγος με διαπέρασε. Η μια πλευρά ανατρίχιασε από το κρύο, η άλλη από το θέαμα που αντίκριζα.

Ήθελα τόσο να βοηθήσω. Μα φοβόμουν. Δε ξέρω τι, αλλά φοβόμουν.
Ξάφνου σταματάει. Γυρνάει και με κοιτάει. Στα μάτια του, που ήταν ακόμα βουρκωμένα και κατακόκκινα, έβλεπα ξεκάθαρα τον εαυτό μου. Δε μιλάει.
Σιωπή.
Πέρασε αρκετή ώρα. Ή εμένα μου φάνηκε. Τον κοιτούσα μέσα στα μάτια λίγο ακόμα και θα έβλεπα από μέσα τους. Θα έβλεπα την ψυχή του. Δεν έκανε καμία κίνηση. Δε προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα μου. Τότε σκέφτηκα "Τι διάολος, τι διαόλι μπήκε και στο κεφάλι του;"
Ξάφνου γυρνάει το βλέμμα του στο πάτωμα.

Ξεκίνησε. Η φωνή του ήταν σταθερή, σοβαρή χωρίς χρώμα.
  -Φοβάμαι να βγω απο το σπίτι μου. Έξω έχει δρόμους και κάθε φορά που περνάω έναν, κλείνω τα μάτια μου σφίγγω τα δόντια μου και φωνάζω σαν ευχή "Πάτα με! Πάτα με!" μα κανείς ποτέ δε κυκλοφορεί στους δρόμους. Όχι τουλάχιστον όταν τους περνάω εγώ. Μα είμαι πολύ δειλός για να αυτοκτονήσω.
Εντελώς αυθόρμητα πετάχτηκα.
  -Μπορώ να σε σκοτώσω εγώ!
Μα τι πήγα και είπα. Γιατί δε σκέφτηκα καθόλου πριν μιλήσω. Κι αν μου πει "Καν'το!" τι θα κάμω;
Ευτυχώς γέλασε, ένα απλό ήρεμο -χαχα-. Το χαμόγελο έμεινε για λίγη ώρα καθώς κοιτούσε ακάθεκτος το πάτωμα.

Συνέχισε.
  -Εσύ με σκοτώνεις κάθε φορά με αυτά που βάζεις στο κεφάλι μου να σκέφτομαι. Εσύ είσαι το διαόλι.
Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε κατάματα. Τώρα ήμουν εγώ στη θέση του μα εγώ δε μπορούσα να μείνω ατάραχος, το βλέμμα του με έκαιγε, με διαπερνούσε. Δε μπόρεσα να συνεχίσω να τον κοιτάω. Αποτραβήχτηκα. Καθώς κοιτούσα το πάτωμα, είδα τα χέρια μου να ξεθωριάζουν. Άρχισα να εξαφανίζομαι!
Τι μου συνέβαινε; Τι γινόταν; Σηκώθηκα απότομα. Το σκαμπό έπεσε με έναν βαρύ γδούπο στο πάτωμα. Κοίταξα γύρο μου ήμουν ολομόναχος.

Που είναι το παιδί που έκλαιγε; Τι έγινε; Με πήρε ο ύπνος στο σκαμπό; Πώς μπορεί; Μα ήταν τόσο ρεαλιστικό, αποκλείεται να ήταν όνειρο.
Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα τον δρόμο. Κανείς. Ψυχή δε κυκλοφορούσε. Πανικοβλήθηκα. Μα σα με χτύπησε το αεράκι, όλα άρχιζαν να βγάζουν νόημα.

Όντος ήμουν το διαόλι, η σκέψη της θλίψης μου, που σα με πάρει ο ύπνος σβήνεται. Και η επόμενη μέρα κυλάει σα να μη συνέβη τίποτα μέχρι να ξανάρθει το βράδυ για να δω τον εαυτό μου να κλαίει.