Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Αύριο, μια μέρα.


Κι ενώ κανέναν δε πλήγωσε, και κανέναν δε ξέχασε, ο χρόνος ήταν σκληρός μαζί του.


-ΤΣΙΓΑΡΟ Ι-


Ο ουρανός αντάλλαζε το μαύρο της νύχτας του με το γαλαζωπό που φέρνει μαζί του ο ήλιος. Μια καλοκαιρινή μέρα. Ένα αεράκι φυσούσε που έκανε τα φύλλα να θροΐζουν, χαλώντας την ηρεμία του δρόμου. Σηκώθηκε βασανιστικά αργά από το κρεβάτι του. Χλωμός όπως πάντα, νωχελικός, κατευθύνθηκε προς το μπάνιο του. Έσκυψε πάνω από τον νιπτήρα και άνοιξε την βρύση. Την άφησε αρκετή ώρα να τρέχει. Σήκωσε το κεφάλι του. Ανατρίχιασε μόλις είδε το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι έβλεπε τον εαυτό του. Έφερε τα χέρια του στο ύψος των ματιών του και με τα λεπτεπίλεπτα δάκτυλά του ακούμπησε το δέρμα του. Φόβος σχηματίστηκε στο βλέμμα του. Έσκυψε. Έβαλε τις χούφτες του κάτω από το τρεχούμενο, παγωμένο, νερό και έβρεξε το πρόσωπό του. Ξανακοιτάχτηκε. Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του και έφυγε. Τον καφέ του τον έφτιαξε με μηχανικές, ασυναίσθητες κινήσεις. Λες και ήταν προγραμματισμένος να κάνει μόνο αυτό το πράγμα. Δυό κουταλιές καφέ, τέσσερις ζάχαρη. Χτύπημα δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Έτοιμος.
Σήκωσε το στόρι. Ο ήλιος ίσα που άρχισε να φαίνεται. Τράβηξε και τις κουρτίνες και άνοιξε διάπλατα τη μπαλκονόπορτα να μπει ο φρέσκος αέρας. Πήρε το βιβλίο του, τα τσιγάρα του και τον καφέ του και κάθισε στο τραπεζάκι του μπαλκονιού. Εκείνο το διάστημα διάβαζε το "Άκου ανθρωπάκο", μια βρισιά στην ανθρωπότητα. Τρία Ευρό, σε έκπτωση. Έκπτωση πολιτισμού. Ξεδίπλωσε το σακουλάκι του καπνού. Old Holborn κίτρινος. Από τα δεκαπέντε του τον ίδιο καπνό. Φιλτράκι στο στόμα, χαρτάκι στο χέρι. Μια τσιμπιά καπνός. Άπλωμα - τύλιγμα - σάλιωμα - χτύπημα. Το έβαλε στο στόμα του και πήρε τον αναπτήρα. Έβγαλε σπίθες, μα δεν άναψε. Ξαναπροσπάθησε. Και τρίτη φορά. Στην τέταρτη άρχισε να βλαστημάει. Αγχώθηκε. Ο αντίχειράς του είχε κοκκινίσει από τις προσπάθειες και το χέρι του άρχισε να τρέμει. Άρχισε να περπατάει γρήγορα πάνω κάτω στο μπαλκόνι. Σκεφτόταν. -Οι γείτονες κοιμούντε- Τα μαγαζιά ακόμα είναι κλειστά-. Σταμάτησε. Μπήκε γρήγορα μέσα στο σπίτι με το τσιγάρο στο χέρι. Έτρεξε στην κουζίνα και άνοιξε το φουρνάκι. Ένα μικρό, γερμανικής μάρκας φουρνάκι, στην αντίσταση στους διακόσιους βαθμούς. Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του μέχρι οι αντιστάσεις να αρχίζουν να παίρνουν το πύρινο χρώμα τους. Έβαλε το τσιγάρο στα χείλη του και το κεφάλι του στον φούρνο μέχρι το τελείωμα του τσιγάρου να ακουμπήσει τη πυρά. Ρούφηξε μια γερή τζούρα και έβγαλε το κεφάλι του. Ένα χαμόγελο ευχαρίστησης σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
Το πρώτο πρωινό τσιγάρο το κατέβαζε μονομιάς. Όσο είχε ακόμα πυρά ο φούρνος έστριψε καπάκι το δεύτερο και το άναψε με τον ίδιο τρόπο. Έσβησε τον φούρνο. Και κάθισε στο μπαλκόνι να απολαύσει το τσιγάρο του. Ο ήλιος είχε τοποθετηθεί για τα καλά στον ουρανό και άρχισε να ζεστένει το τσιμέντο του δρόμου. Κοίταξε την ώρα. Οχτώ και πέντε πρώτα λεπτά. Μπήκε γοργά στο σπίτι του. Ντύθηκε βιαστικά. Πήρε κλειδιά και έφυγε.



-ΤΣΙΓΑΡΟ ΙΙ-



Έξω είχε παγωνιά. Κανείς δεν θα άντεχε τόσο κρύο. Είχε ώρα που ήταν στο σπίτι και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν συνήθιζε να κάθετε με τις ώρες στο σπίτι του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς το γραφείο. Εκεί είχε λίγο-πολύ όλοι του την περιουσία. Μια μικρή τηλεόραση, που σχεδόν πότε δεν ήταν ανοιχτή, ένα λαπτοπ, τα τετράδια του και όλα τα σχέδια του. Έβαλε μουσική να παίζει.

"Ήσουνα 17 και χάθηκες μια βραδιά έτσι ξαφνικά..."

Άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο και λίκνιζε το κορμί του στον ρυθμό της μουσικής. Άπλωμα - τύλιγμα - σάλιωμα - χτύπημα.

"...δεν σκέφτηκες στιγμή, γιατί οι ουρανοί
κλέγαν τόσο πολύ όταν έφυγες από την πόλη."

Ακούμπησε το τσιγάρο απαλά στα χείλη του και το άναψε. Σηκώθηκε όρθιος. Έφερνε βόλτες μέσα στο δωμάτιο που ήταν και όλο του το σπίτι. Είχε έναν καναπέ, ένα κρεβάτι, ένα τραπεζάκι και την κιθάρα του. Δεν ήξερε να παίζει αλλά προσπαθούσε από δω και από κει να μάθει. Κουνιόταν με τον ρυθμό της μουσικής που όλο και δυνάμωνε.


"Και τώρα μονάχος ταξιδεύεις. Ποιοι δαίμονες σε κρατάν συντροφιά;
ποια μάτια σε κοιτάν στην καρδιά; Ποιος διώχνει την σκόνη απ'τα δάκτυλά σου, μακρυά; "

Ασυνείδητα "χτυπιόταν" στον ρυθμό της μουσικής που είχε γίνει πολύ δυνατός. Το δωμάτιο του είχε γεμίσει καπνούς μέχρι απάνω. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική. Και ξαφνικά... η μουσική ηρέμησε, έγινε γαλήνια και πάλι. Αυτός σταμάτησε να κουνιέται και έγειρε στον τοίχο κοιτώντας έξω από το παράθυρο.

"Αν υπάρχεις κάπου να προσέχεις... και αυτούς που σε φυλάνε να αντέχεις.
κι αν νομίζεις πως τίποτα άλλο δεν έχεις, φύγε, ταξίδεψε όπως έχεις"

Έκανε την τελευταία του τζούρα και πέταξε το αποτσίγαρο στο πάτωμα. Κοιτούσε τα φώτα του δρόμου για αρκετή ώρα. Καθόταν έτσι ακίνητος λες και δεν ήταν σε αυτόν τον κόσμο, ήταν σε έναν άλλο, δικό του κόσμο με δικούς του κανόνες.
Άρπαξε το παλτό του, τον καπνό του και ένα απ' τα τετράδια του και βγήκε έξω. Δεν διέφερε από τα άλλα τετράδια, ήσαν και αυτό μπλε με το διακριτικό "ΔΙΕΘΝΕΣ" στην ετικέτα, αλλά για αυτόν ήταν όλοι του η ζωή. Το κουβαλούσε πάντα μαζί του και το πρόσεχε σα τα μάτια του. Δεν θα άντεχε να το χάσει. Εκεί φιλούσε όλες τις σκέψεις του και όλους τους στίχους που έγραφε κατά καιρούς.
Έξω είχε παγωνιά. Έτριψε λίγο τα μπράτσα του με τις παλάμες του, κοίταξε τα χνώτα του στο φως του δρόμου, έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να κατηφορίζει το δρόμο. Ήταν ο μόνος που ήταν έξω. Ο μόνος "τρελός" που τριγυρνούσε στις 2 το βράδυ και με τέτοιο κρύο. Κατευθύνθηκε προς το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Η ταμπέλα πάνω από την πόρτα έγραφε 24/7, αλλά πάνω στην πόρτα, από την μέσα πλευρά κρεμόταν ένα ταμπελάκι με κόκκινα γράμματα "-ΚΛΕΙΣΤΟ-".
Περίεργοι άνθρωποι, άνθρωποι που δε ξέρουν τη θέλουν. Περπάτησε μέχρι το πάρκο και έκατσε στο συνηθισμένο παγκάκι, στο παγκάκι του.
Άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο. Άπλωμα - τύλιγμα - σάλιωμα - χτύπημα.
Παρέμεινε σιωπηλός να κοιτάει τις κούνιες καθώς αφουγκραζόταν το τρίξιμο που προκαλούσε ο αέρας στις αλυσίδες της κούνιας. 
Πήγε τέσσερις, και το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Ήξερε πως άμα δεν μαζευτεί σπίτι του, αύριο το πρωί θα τον έβρισκαν νεκρό από το κρύο στο παγκάκι. Αν και μισούσε τη ζωή του δεν ήθελε να την βάλει τέλος γιατί κάπου μέσα του υπήρχε ελπίδα. Φούντωνε έτσι όπως φουντώνει η φωτιά στην άκρη του τσιγάρου σε κάθε ρουφηξιά. Μάζεψε το τετράδιο του, πέταξε τη γόπα στα χαλίκια του πάρκου και πήγε σπίτι του.
Έκατσε στην συνηθισμένη του θέση, άνοιξε το τετράδιο του και τεσσεράμισι το χάραμα άρχισε να γράφει χωρίς να τον αποσπάει τίποτα την προσοχή και την συγκέντρωση του. Ο καπνός από το τσιγάρο του χόρευε στον χαμηλό φωτισμό και στον απαλό ρυθμό της μουσικής που είχε βάλει να παίζει.

- Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα... Και μ'αυτή τη σκέψη συνέχισε να γράφει μέχρι την ανατολή του ηλίου.

Η πρώτες ηλιαχτίδες τον βρήκαν ξαπλωμένο στο γραφείο του, πάνω από το τετράδιο του. Ο ήχος από το ξυπνητήρι του τον τρόμαξε σαν άρχισε να χτυπάει και πέταξε σχεδόν όλα τα πράματα που είχε πάνω το γραφείο. Δεν έκανε καμιά κίνηση να τα μαζέψει παρά μόνο κοίταξε την ώρα και έτριψε το πρόσωπο του.
Κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα και μετά από ένα κρύο ντουζ, έκανε πως περιποιείται τον εαυτό του. Έμεινε λίγη ώρα κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη.

-Πάλι εγώ είμαι και σήμερα, είπε και βγήκε από το μπάνιο. Ντύθηκε στα βιαστικά γιατί είχε αργήσει.