Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Γαμημένο '11

Δυνατός Βοριάς φύσηξε για μια στιγμή και παρέσυρε όλες μας τις αναμνήσεις και ότι αγαπούσαμε στον ζεστό νότο.


- Πάμε! Έλα βιάσου!
- Έρχομαι, έρχομαι.
    Η άμμος της παραλίας έσβηνε τα ποδοβολητά τους αλλα δε μπορούσε να σβήσει και τους ήχους απο τα μπουκάλια μπύρας που χτυπούσαν μεταξύ τους καθώς τρέχαν.
    Κατευθύνονταν προς την γεφυρούλα.
    Γεφυρούλα λέγανε τα παιδιά εκείνης της συνοικίας την μικρή προβλήτα που δέναν τα ψαροκάικα οι ψαράδες. Απόμερο και σκοτεινό. Σπάνια περνούσε κόσμος απο εκεί. Ιδανικό μέρος για άραγμα για τον Λάζαρο (τον βιαστικό) και τον Ευγένη.
    Ο Λάζαρος και ο Ευγένης ήταν αδελφικοί φίλοι και κάθε βράδυ αγόραζαν μπύρες, άλλοτε τις έκλεβαν ή τις δανειζόντουσαν (όπως συνήθιζαν να λένε), και βγάζανε την νύχτα εκεί πάνω στην γεφυρούλα. 
    Σπάνια μιλούσαν συνήθως κοιτούσαν τα καράβια που περνούσαν, τον φάρο που οδηγούσε τα καράβια στο λιμάνι της πόλης και αφουγκραζόντουσαν την θάλασσα. Ξαπλώσαν κάτω από το κίτρινο φως της τελευταίας λάμπας στη γεφυρούλα. Ανοίξανε δυο μπύρες και τις υπόλοιπες τις κρεμάσανε σε ένα καρφάκι στα πλάγια τις γέφυρας ώστε ένα μέρος τις σακούλας ναι είναι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ώστε να διατηρηθούν κρύες και οι υπόλοιπες. Τσούγκρισαν και ήπιαν την πρώτη γουλιά.
- Λοιπόν; Είπε ο Ευγένης.
- Λοιπόν... Θα το παλέψουμε.
- Πώς; Είπε και τράβηξε μια γερή γουλιά.
- Δε ξέρω ξεφύσησε ο Λάζαρος.
    Είχε έρθει η ώρα να χωριστούν. Δε ξέραν άμα θα ήταν για τέσσερα χρόνια ή πέντε ή έξι, ίσως και να ήταν για πάντα. Ξέρεις το παρελθόν, μπορείς να ζήσεις το παρόν όπως το θες, αλλά σίγουρα δε μπορείς να ξες τι σου επιφυλάσσει το μέλλον.
- Γαμημένο '11, είπε γελώντας ο Λάζαρος.
    Ο Ευγένης προσπάθησε αλλά δε μπόρεσε να γελάσει. Το βλέμμα του είχε κολλήσει στο κενό. Σε αυτή τη μικρή γραμμή που πολύ σπάνια φαίνεται τη νύχτα. Αυτή που χωρίζει την θάλασσα με τον ουρανό. Τον ορίζοντα. Ήταν ένα παιδί ήσυχο, μοναχικό αλλά όχι από επιλογή. Πάντα χαμογελαστό μπροστά στους άλλους.
   Ο Λάζαρος από την άλλη ήταν ένα παιδί όμορφο και πολύ κοινωνικό. Αγαπητό από τους περισσότερους. Θα μπορούσε να κάνει παρέα με τον καθένα αλλά αντ' αυτού είχε διαλέξει για παρέα τον Ευγένη. Και ο τελευταίος ένοιωθε ευγνωμοσύνη γι' αυτό. Του είχε χαρίσει τόσα πολλά όλα αυτά τα χρόνια που ήταν μαζί και δεν ήξερε πως θα κατάφερνε να συνεχίσει χωρίς την ασφάλεια τις παρέας που του παρείχε ο Λάζαρος. Αλλά έπρεπε να φύγει. Οι γονείς του μετακόμιζαν για αλλού, για κάπου μακρυά. Δε μπορούσε να μείνει πίσω. Ήταν μικρός. Μόλις δεκάξι.
- Γαμημένο '11, είπε και ο Ευγένης σαν μόλις να κατάλαβε το αστείο
- Μη σκας, θα μιλάμε.
    Δεν απάντησε. Έβγαλε τα κλειδιά του από τη τσέπη του.
- Τουλάχιστον θα συνεχίσουμε να πίνουμε μπύρες έτσι, ρώτησε ο Ευγένης
- Δε ξέρω, απάντησε σκεφτικός ο Λάζαρος, θα είναι σαν ιεροσυλία άμα δε τις πίνουμε μαζί.
    Σηκώθηκε όρθιος και παίρνοντας φόρα πέταξε το μπουκάλι, άδειο πλέον, όσο πιο μακρυά μπορούσε στην θάλασσα. Το ίδιο έκανε και Ευγένης. Καθίσανε σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Λάζαρος άπλωσε το χέρι του και τράβηξε δυο ακόμα μπύρες από τη θάλασσα. Στα κλειδιά που κρατούσε στο χέρι του ο Ευγένης εκτός τον άλλον είχε και έναν ανοιχτήρι για μπύρες. Είχε σχήμα κλειδιού και ένα ασημί χρώμα. Άνοιξε τις μπύρες και μετά έβγαλε το ανοιχτήρι από τον κρίκο που κρατούσε όλα τα μπρελόκ του μαζί. Το άπλωσε προς το μέρος του Λαζάρου.
- Παρ'το, έτσι θα είναι σαν να τις πίνουμε μαζί.
    Ο Λάζαρος τον κοίταξε, χαμογέλασε, και δέχτηκε το ανοιχτήρι. Τσούγκρισαν και ήπιαν.
- Έξι χρόνια, και πόσες τρέλες δε κάναμε;
- Τόσες που δε τις θυμάμαι όλες, απάντησε ο Ευγένης, είσαι να κάνουμε μια τελευταία;
- Χαχαχα σαν τι; Είπε γελώντας.
- Διαγωνισμός. Κολύμπι, Απ'εδώ μέχρι τον πράσινο φάρο, που είναι πιο κοντά.
    Ο Λάζαρος άρχισε να γελάει. Δε πρόλαβε να απαντήσει πριν το πάρει πίσω την πρόταση του ο Ευγένης
- Μπα χέσ'το, είπε γελώντας, θα ψωφίσουμε απ'το κρύο.
    Τότε με μια γρήγορη κίνηση ο Λάζαρος τινάχτηκε όρθιος
- Έλα τώρα το είπες δε μπορείς να το πάρεις πίσω.
- Ρε θα ξεπαγιάσουμε, ρε!!!
    Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του ενώ ο Ευγένης τον κοιτούσε απορημένος
- Θα βουτήξουμε γυμνοί και μετά θα 'ρθούμε να τα πάρουμε
    Με μιας ο Ευγένης άρχισε να ξεντύνεται και αυτός. Τα βγάλανε όλα ακόμα και τις κάλτσες και τα εσώρουχά τους. Κοιταχτήκανε και με ένα νεύμα άρχισαν να τρέχουν προς το τέλος της προβλήτας και με ένα σάλτο βρεθήκαν στον αέρα να φωνάζουν με μια φωνή "ΓΑΜΗΜΕΝΟ '11" πριν τους καταπιεί η θάλασσα.
    Άρχισαν να κολυμπάν προς τον φάρο νιώθοντας την λύτρωση στα γυμνά τους σώματα. Σαν να ξαναβαφτίζονται. Η παγωμένη θάλασσα ξέπλυνε κάθε θλίψη, στεναχώρια και αμφιβολία είχε μείνει στα σώματά τους. Μα καθάρισε και όλες τις αναμνήσεις που είχαν μέχρι τότε. Ζούσαν μια μικρή διαφορετική και αλλιώτικη ζωή μέσα στη ζωή τους.
    Σα φτάσανε στον φάρο και βγήκαν στη στεριά άρχισαν να τρέχουν προς τη γεφυρούλα. Γυμνοί από ρούχα, γυμνοί από παρελθόν και από μέλλον. Τρέχαν ελεύθεροι και στον αέρα αντηχούσε "Γαμημένο '11" σαν να μην υπήρχε πια ο χρόνος.