Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Μάλλον θα βρέξει

.Moods.


Έρχεται βροχή.
Εχθές είχε ήλιο,
σήμερα συννεφιά.
Κάτι αστράφτει 
από μακρυά.

Ο καιρός μουντός.
Κανείς δε μιλάει
γι' αυτόν.
Μονάχα σκέφτονται,
τα κοντομάνικα μπλουζάκια.

Μεσημέριασε, 
μα είναι σα βράδυ.
Σκοτεινιά.
Λίγοι κυκλοφορούν,
κι αυτοί με σκυμμένο κεφάλι.

Οι ώρες κυλούσαν
βασανιστικά αργά.
Έφτασε απόγευμα.
Άρχισαν να ξυπνάνε
οι ξενυχτισμένοι.

Οι δρόμοι αρχίζουν
λίγο να ζωντανεύουν
Οι νέοι βγαίνουν για καφέ
τα παιδιά σχολάνε
από τα φροντιστήριά τους.

Παππούδες βγάζουν
τα εγγόνια βόλτα.
Παιδάκια μικροσκοπικά,
τυλιγμένα από την κορφή 
ως τα νύχια.

Βράδιασε για τα καλά.
Δώδεκα και...
Λένε καληνύχτα
και πάει ο καθένας
στο δωμάτιο του.

Κανείς από τους δυο
δεν είχε ύπνο.
Μα κανείς δε
θα ζητήσει βοήθεια 
από τον άλλον.

Ο Παύλος βγήκε για τσιγάρο.
Μένει με τον Θανάση
Καπνίζουν και οι δυο
μα κανείς μέσα στο σπίτι.
Βγήκε στο μπαλκόνι.

Ψηλός και αγέρωχος
τα βράδια που είναι μόνος.
Ακούνητος
από τον μανιασμένο
αέρα που δε λέει να κοπάσει

Γυρνά την πλάτη του
κόντρα στον αγέρα.
Ανάβει το τσιγάρο
και στην πρώτη ρουφηξιά
κλείνει τα μάτια.

Καπνός, χνώτα
και αναστεναγμός.
Τα φύσηξε ο Τραμουντάνας
Μα ο Παύλος παρέμεινε
σκυφτός

Γερμένος πάνω
στα παγωμένα κάγκελα
να κοιτάζει τον άδειο,
και κίτρινο από το φως
δρόμο.

Πήγε τέσσερις,
πέντε, πέντε και...
Και τα τσιγάρα
δύο, τρία, τέσσερα 
κι οχτώ

Ξάφνου σα μια γάτα
εμφανίστηκε στο δρόμο.
Μια γυναίκα ξανθιά, βιαστική.
Μαύρες μπότες
και ρούχα λίγα.

Λες και αψηφούσε 
το κρύο και τον αγέρα
Μια γυναίκα απ' αυτές
που δε θα γυρνούσε να με κοιτάξει
σκέφτηκε

Πήγε έξη και...
Τσιγάρο δέκα.
Είχε ακόμα συννεφιά
"Δε θα δω την ανατολή.
Μάλλον θα βρέξει"