Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο



-Φεύγω, φώναξε
-Περίμενε, περίμενε, ήρθε βιαστικά η απάντηση
    Στήριξε το ποδήλατό του στο τσιμεντένιο περβάζι και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι. Κοίταξε μια τελευταία φορά το σακίδιο του, άμα τα πήρε όλα, και έκλεισε το φερμουάρ. Το φόρτωσε στον ώμο του και πήρε την σακούλα με τα σκουπίδια να την δέσει πάνω στο ποδήλατο. Στάθηκε ακίνητος για ένα λεπτό με το βλέμμα καρφωμένο στο βουνό απέναντι, καταπράσινο. Και ο ουρανός γαλανός με ένα μικρό αναρχικό, ξεχασμένο συννεφάκι να χαλάει το απέραντο γαλάζιο.
    Μια γυναίκα βγήκε από το σπίτι σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά που φορούσε. Κατέβηκε γοργά τα σκαλιά. 
-Σίγουρα δε θες να σε κατεβάσουμε εμείς την άλλη βδομάδα, ρώτησε γεμάτη στεναχώρια
-Μην ανησυχείς ρε Μάνα, θα κατέβω τώρα. Μην αγχώνεσαι.
    Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Μια στο ένα μάγουλο, μια στο άλλο. Του χαμογέλασε κρατώντας τον από τα μάγουλα.
-Να προσέχεις
-Θα προσέχω, την καθησύχασε.
    Ανέβηκε στο ποδήλατο και με δυο πεταλιές άρχισε να απομακρύνεται. Καθώς η μάνα στεκόταν ακίνητη να τον βλέπει να φεύγει.



-[...]-


    Ο δρόμος ήταν φαρδύς αλλά άδειος. Σπάνια από κανένα φορτηγό γεμάτο εμπορεύματα περνούσε. Η  διαδρομή πανέμορφη. Στα αριστερά του είχε τη βουνοπλαγιά και στα δεξιά του μια θάλασσα από πεύκα και που και που, σε μερικές στροφές, το μάτι του έπιανε το γαλάζιο της λιμνοθάλασσας. Μεγάλο ταξίδι, 88 χιλιόμετρα. Δεν τον ένοιαζε, ούτε το είχε καλοσκεφτεί προτού το κάνει. Συνέχισε για πολύ ώρα το ταξίδι του με τις σκέψεις του να πετάνε πάνω απο τα δέντρα και τις βουνοπλαγιές. Ούτε ο καλοκαιρινός ήλιος ήταν πρόβλημα. Τον είχε στη σκιά του το βουνό.
    Μετά από λίγη ώρα βλέπει εμπρός του ένα κιόσκι, από αυτά που σταματάν τα φορτηγά για να ξεκουραστούν οι οδηγοί τους. Σταματάει να αγναντεύσει. Ακουμπάει το ποδήλατο στον φράκτη που χωρίζει το κιόσκι από τον γκρεμό. Πλέον το τοπίο είχε αλλάξει. Τα δέντρα είχαν δώσει την θέση τους στο γαλάζιο της λιμνοθάλασσας. Μέσα στα λιγοστά δένδρα που είχανε μείνει διακρινότανε ένα μονοπάτι που στη μια πλευρά κατέληγε σε κάτι σκαλιά που οδηγούσαν στο κιόσκι που βρισκόταν και απο την άλλη μεριά ήταν ένας μικρός οικισμός, τρία τέσσερα σπίτια να 'ταν. Τα σπίτια ήταν όλο από ξύλο και όλα ήταν μαζεμένα γύρω από μια ετοιμόρροπη, με την πρώτη ματιά, προβλήτα που πάνω της ήταν δεμένα 2 καΐκια.
    Με μια βιαστική απόφαση, ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά με προορισμό τον οικισμό. Σαν έφτασε εκεί ένας παπάς στεκότανε λες και ήξερε ότι θα ερχόταν.
-Καλώς τον, τον χαιρέτησε ο Ιερέας με μια κίνηση του χεριού του.
-Γεια σας πάτερ!
-Από πού μας έρχεσαι εσύ μωρέ; Δεν βλέπουμε κόσμο εδώ συνήθως.
-Από το διπλανό χωριό πήγαινα στην πόλη μέχρι που είδα τον οικισμό σας από το ξέφωτο...
-Οικισμός; Τον διέκοψε ο παπάς με ένα γέλιο. Δεν είναι οικισμός τέκνο μου. Μόνο εγώ ζω εδώ. Εγώ και η οικογένειά μου.
    Σκύβει προς το μέρος του και του είπε χαμηλόφωνα, σαν να είναι κάτι εμπιστευτικό.
-Ψαράς είμαι, μόνο την Ανάσταση ασκώ το επάγγελμα του Ιερέα για να προλάβουμε όλα τα τριγύρω χωριά! Δες τα αυτά! Σήμερα τα πιάσαμε
    Γυρνάει και του δείχνει μια σκαλωσιά με φρέσκα ψάρια
-Είστε πολύ όμορφα εδώ, είπε σχεδόν στενάχωρος αλλά και με θαυμασμό.
-Έλα μέσα να σε φιλέψουμε τίποτες
-Όχι, ευχαριστώ, αρνήθηκε καλοσυνάτα. Έχω μεγάλο δρόμο μπροστά μου!
-Σα πολύ μικρός δεν είσαι για να οδηγείς αμάξι, ρώτησε καχύποπτα ο παπάς.
-Με το ποδήλατο είμαι, αποκρίθηκε
-Μα το Θεό, ΜΑΡΙΚΑ, φέρε ένα ποτήρι νερό στο παιδί και κάνα φαγητό για τον δρόμο.
-Ευχαριστώ πολύ δεν είναι ανάγκη, έχω όλες τις προμήθειες που χρειάζομαι στο σακίδιο.
-Δεν ακούω κουβέντα θα τα πάρεις! Μαρίκα, ξαναφώναξε
    Μια κοντούλα μαυροφορεμένη κυριούλα με μια γλυκύτατη φάτσα βγήκε γοργά από το σπίτι κουβαλώντας ένα ποτήρι νερό και τρόφιμα.
-Ορίστε παλικάρι μου, είπε η παπαδιά και του άπλωσε αυτά που κρατούσε
    Ο νεαρός τα δέχτηκε από ευγένεια, τους ευχαρίστησε πολλές φορές και ξεκίνησε για το ποδήλατό του, κοιτώντας πίσω του κάθε τρεις και λίγο έχοντας την εντύπωση ότι δε θα έβρισκε ποτέ ξανά τόσο καλοσυνάτους ανθρώπους σε ένα τόσο όμορφο μέρος.


~[...]~


    Ο δρόμος της επιστροφής τον βρήκε στο ίδιο μοτίβο: Αριστερά πράσινο, δεξιά μπλε. Και εκεί που άρχιζε να βαριέται την διαδρομή, μια στροφή προς τ' αριστερά και το τοπίο άρχιζε να αλλάζει. Το μπλε της λιμνοθάλασσας χανότανε και τα βουνά έχαναν το ύψος τους και τη θέσης τους την παίρνανε πεδιάδες ατελείωτες. Πόσο θα ήθελε να γυρνούσε πίσω. Αυτό το ατελείωτο ισιάδι τον ενοχλούσε. Στο βάθος άρχισε να φαίνεται το γκρίζο της πόλης. Καμιά ώρα-δύο- δρόμος να'τανε. 
    Δεν άντεχε άλλο. Σταμάτησε. Ακούμπησε το ποδήλατο στο χώμα δίπλα από την άσφαλτο. Έβγαλε από το σακίδιο το νερό του και κάθισε και αυτός κάτω λίγο παραπέρα από το ποδήλατο. Τα αμάξια όλο και πλήθαιναν. Τα κοιτούσε δυσαρεστημένος. Και τι δε θα έδινε να γυρνούσε σε εκείνον τον οικισμό με τις βαρκούλες... Σαν να μην το άγγιξε καθόλου ο χρόνος. Σαν ο Πάτερ να έκανε συμφωνία με τον Θεό για αυτόν τον τόπο.
    Καθώς ήταν αφηρημένος στις σκέψεις του. Άκουσε τα χόρτα πίσω του να θροΐζουν. Τρόμαξε. Γύρισε απότομα. Ένας σκύλος, μπαστάρδεμα σίγουρα, στεκόταν πίσω του. Κοιταζόντουσαν μέχρι που άρχισε να τον καλεί προς το μέρος του. Ο σκύλος υπάκουσε και ήρθε μπροστά του και κάθισε. Του έδωσε νερό να πιει, και άρχισε να τον χαϊδεύει. Έδειχναν να το απολαμβάνουν και οι δυο.
    Από μακρυά άρχισαν να ακούγονται φωνές. Ο σκύλος σήκωσε για λίγο το κεφάλι του αλλά το ξανά έριξε στο χώμα και συνέχισε να απολαμβάνει το μασάζ.
-Έϊ κοιτάξτε, ο Άντερ, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή και σηκώσανε μαζί τα κεφάλια τους.
    Ο σκύλος μόλις είδε την κοπέλα σηκώθηκε γεμάτος χαρά και έτρεξε κοντά της. Ήτανε τρεις. Η κοπέλα μεσαίου αναστήματος με πλούσια μαλλιά μπούκλες, καστανά. Και από πίσω της δυο αγόρια το ένα ψηλό και το άλλο στο ύψος της κοπέλας. Ήταν και αυτοί με τα ποδήλατά τους.
-Δικό σου είναι;
-Ο Άντερ; Χαχαχα, όχι! Μας βρήκε στον δρόμο και μας ακολούθησε... Πάντα τον χάναμε, και πάντα τον βρίσκαμε μπροστά μας.
-Αντερ, ωραίο όνομα του δώσατε!
-Δρομέας, στα αραβικά, απάντησε το κορίτσι.
-Ξέρεις αραβικά; 
-Έχω καταγωγή από Λίβανο, Βηρυτό. Είμαι η Μήλυ, ο αδερφός μου ο Ορέστης -έδειξε τον ψηλό- και ο φίλος μας ο Τάσος.
-Χάρηκα, είμαι ο...
-Μη μας πείς, τον διέκοψε η Μήλυ. Είσαι ο φίλος του Άντερ!
-Χαχαχα, όπως επιθυμείς. Λοιπόν; Πού πάτε με τα ποδήλατα;
-Στην πόλη, γυρνάμε απο το ταξίδι μας, απάντησε ο Ορέστης
-Στην πόλη ε; Κοίτα να δεις σύμπτωση. Και εγώ εκεί πάω.
-Ωραία τότε, έλα μαζί μας, είμαι σίγουρη πως θα πετύχουμε και τον Άντερ πιο κάτω... ξανά, είπε με ένα χαμόγελο.
-Γιατί όχι; Μισό λεπτό να μαζέψω τα πράγματά μου.
    Σηκώθηκε και έβαλε το νερό του στο σακίδιο και το πέρασε στους ώμους του. Χάιδεψε τον Άντερ που όσοι ώρα μιλούσαν, αυτός χοροπηδούσε γεμάτος χαρά γύρω από τα ποδήλατα. Σήκωσε το ποδήλατό του και το καβάλησε.
-Πάμε; Ρώτησε.
-Πάμε είπε χαμογελώντας του η Μήλυ.
    Και ξεκίνησαν ξανά όλοι μαζί το ταξίδι τους προς την πόλη. Μπροστά η Μήλυ με τον νεαρό και από πίσω τους ο Ορέστης με τον Τάσο. Όσο προχωρούσαν τόσο γνωριζόντουσαν καλύτερα. Τους είπε για όλα εκείνα που είδε σήμερα. Για τα βουνά, τη θάλασσα, τον οικισμό, τον παπά, τις νταλίκες, το χωρίο του. Συζητούσαν ώρες ατελείωτες μέχρι που τους διέκοψε ο Ορέστης.
- Καλό θα ήταν να πηγαίναμε πιο άκρη στον δρόμο.
-Έλα μωρέ αφού δεν έχει αμάξια, κάνεις σαν να είσαι ο μεγάλος μου αδερφός, είπε η Μύλη.
-Μα... είμαι ο μεγάλος σου αδερφός.
    Δεν έδωσε κανείς σημασία. Συνέχισαν να μιλάνε και να μιλάνε και να κοιτιούνται και να χαμογελάνε
-Παιδιά ελάτε πιο δεξιά, έρχεται νταλίκα.
-Εντάξει μωρέ, σιγά, απο το αντίθετο ρεύμα είναι.
    Η νταλίκα πλησίαζε ο Ορέστης και ο Τάσος πήγαν δεξιότερα. Οι άλλοι δύο κράτησαν την πορεία τους. Η νταλίκα ήταν πιο κοντά από ότι φαινόταν. Έτρεχε. Το ρεύμα του αέρα που δημιούργησε η νταλίκα έριξε την Μύλη στο οδόστρωμα. Μα ο άτυχος νεαρός... Έχασε τον έλεγχο του ποδηλάτου. Προσπάθησε να το κρατήσει όρθιο. Μα κατάληξε, ο άτυχος, πεσμένος στο αντίθετο ρεύμα και το αμάξι πίσω από τη νταλίκα να περνά από πάνω του.


~[...]~


    Σκοτάδι. Η Μήλυ τινάχτηκε απότομα. Φαινόταν γερασμένη. Άρχισε να ανασάνει δυνατά. Σκούπισε τον ιδρώτα της. Έτριψε στον παράμεσο τη βέρα της, με το βλέμμα της τρομαγμένο να κοιτάει το κενό. Ο Άντερ άρχισε να γαβγίζει. Φόρεσε παντόφλες και μια ζακέτα και βγήκε έξω. Ο σκύλος έτρεξε καταπάνω της. 
-Σσσσ, ηρέμησε... ηρέμησε, είπε και τον χάιδεψε.
    Κατευθύνθηκε δίπλα από το σπιτάκι του σκύλου. Στάθηκε ακίνητη να αντικρίζει ότι είχε μείνει απο το ποδήλατο, που πλέον είχε το σχήμα σταυρού και γύρω γύρω από το μέταλλο λουλούδια, αναρριχώμενα με ανθούς άσπρους και κίτρινους. Σκούπισε τα μάτια της, και πήγε κάθισε στην άκρη της προβλήτας δίπλα από τα ψαροκάικα. Κοίταζε τη λιμνοθάλασσα για αρκετή ώρα μέχρι που αντιλήφθηκε μια φιγούρα πίσω της.
- Μου λείπει πάτερ, είπε
- Και εμένα μου λείπει, δεν τον γνώριζα πολύ, αλλά μου λείπει.
    Κοίταζε και αυτός τη θάλασσα και άρχισε σιγά σιγά να ψέλνει.

"Αιώνια ανάπαυση, δώσε τους Κύριε

και είθε αέναο φως να τους φωτίζει.

Σε ύμνησαν, Θεέ στη Σιών

και τιμές θα Σου αποδώσουν στην Ιερουσαλήμ.

Εισάκουσε την προσευχή μου,

καθώς κάθε θνητός, ενώπιόν Σου θα παρουσιαστεί.

Αιώνια ανάπαυση, δώσε τους Κύριε

και είθε αέναο φως να τους φωτίζει..."

    Το βλέμμα της ήταν κενό, και η ψαλμωδία του Ιερέα γέμιζε με αναμνήσεις το μυαλό της. Έτριβε τη βέρα στο δάκτυλό της, και όταν δε το έκανε σκούπιζε τα μάτια της. Κάθε βράδυ. Από τότε μέχρι και σήμερα και για πάντα. Κάθε βράδυ. Κάθε ξημέρωμα. Ο Άντερ ήρθε και κάθισε δίπλα της. Έβγαλε ένα ουρλιαχτό, ένα λυγμό. Παρόλο που ήταν μπαστάρδι ακούστηκε σα λύκος. Είχε κάτι το μαγικό το κλάμα του σκύλου. Ο πάτερ τέλειωνε:


"...Είθε αιώνιο φως να τους φωτίζει, Κύριε,

μαζί με τους Αγίους στην αιωνιότητα,

Ελεήμονα Θεέ.

Αιώνια ανάπαυση δώσε τους, Κύριε

και είθε αέναο φως να τους φωτίζει,

μαζί με τους Αγίους στην αιωνιότητα,

Ελεήμονα Θεέ."


Πλησίασε την Μήλυ και την φίλησε στο κεφάλι, καθώς αυτή, ατένιζε τη θάλασσα με παγωμένο βλέμμα. Μάζεψε τους ώμους της. Κρύωσε αλλά δε κουνήθηκε από τη θέση της. Ο πάτερ κατευθύνθηκε προς το καΐκι και ξεκίνησε για το ψάρεμα του. Ο ήλιος ίσα που άρχισε να ανατέλλει.