Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Το Παιδί που έκανε τον Θεό να Γελάσει

Ήταν, το θυμάμαι σα χθες, αρχές από ένα καλοκαίρι μιας χρονιάς που δεν υπήρξε ποτέ. Τότε ήταν και που τον γνώρισα. Μικρός σαν και εμένα. Χλωμός σαν και εμένα. Εντελώς τυχαία συναντηθήκαμε, σε ένα πάρκο. Η ομοιότητα μεταξύ τον δυο μας ήταν τόσο μεγάλη κι έτσι γνωριστήκαμε. Δε θυμάμαι το όνομα του, δε το συγκράτησα.



Ήρθε κάθισε απρόσμενα δίπλα μου στο παγκάκι που συνήθως καθόμουν όταν δεν ήθελα να είμαι στο σπίτι. Μου είπε το όνομά του, μα εγώ είχα σκαλώσει στην ομοιότητα μας. Και άρχισε να μιλάει. Δεν είπα κουβέντα εκείνο το απόγευμα. Ούτε μια. Το μοναδικό απόγευμα που τον είδα, δε κατάφερα να πω τίποτα. Μιλούσε ακατάπαυστα. Την μια ιστορία μετά την άλλη.

Ξεκίνησε λέγοντας για το βιβλίο που διάβαζε εκείνο τον καιρό. Το βιβλίο μιλούσε για ένα άντρα που ζούσε ολομόναχος, χωρίς φίλους, συγγενείς, χωρίς έρωτα, χωρίς συναισθήματα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που μου είπε "Ήταν σαν να διάβαζα την ζωή μου. Το βιβλίο όμως δεν είχε χαρούμενο τέλος, ξέρω δε πρόκειται να το διαβάσεις, σε έκοψα δε μοιάζεις για άνθρωπο που του αρέσει να διαβάζει, σου αρέσει να στα αφηγούνται όλα. Τέλος πάντων, έλεγα ότι το βιβλίο είχε, θα έλεγα, αναμενόμενο τέλος. Ο άντρας στο τέλος αυτοκτονεί. Ποιος μπορεί να ζήσει μόνος του εδώ που τα λέμε..." έκανε μεγάλη παύση. Είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του και το βλέμμα του ήταν στο κενό. Το χαμόγελο άρχισε να σβήνει και συνέχισε "...και που λες ταυτιζόμουν με το βιβλίο όλο και πιο πολύ μέχρι που αποφάσισα να φύγω. Ήταν καλοκαίρι, σα και τώρα. Ετοίμασα μια βαλίτσα πρόχειρα και έφυγα. Άρχισα να περιπλανιέμαι. Τις πρώτες μέρες ήταν καλά. Ήταν κάτι καινούργιο, κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Μα όσο περνούσε ο καιρός άρχισα να φοβάμαι. Δεν είχα σκοπό. Δεν είχα κάποιον στόχο. Ξαναγυρνούσα στο πριν. Άρχιζα να μοιάζω στον άντρα από το βιβλίο. Φοβόμουν ότι αργά η γρήγορα θα είχα και εγώ την ίδια κατάληξη. Έπρεπε οπωσδήποτε να βάλω άτομα μέσα στην ζωή μου. Ήμουν άδειος."

"Γύρισα πίσω. Έφτιαξα ένα πρόχειρο σχέδιο στο μυαλό μου. Θα πήγαινα στον καρπουζά. Όποτε αγόραζα καρπούζι ανταλλάζαμε και καμιά κουβέντα παραπάνω. Θα τον ρωτούσα άμα ήθελε παρέα. Μέσα στην ζέστη μόνος του με τα καρπούζια του πρέπει να πλήττει. Θα πιάναμε την συζήτηση και μετά θα ξαναπήγενα και ίσως κρατούσαμε επαφή μετά από λίγο καιρό." Έκανε ακόμα μια μεγάλη παύση. "Πήγα που λες και στην θέση του ήταν μια κοπέλα. Χαίρετε, της λέω. Πρώτη φορά σε βλέπω εσένα, καινούργια είσαι; Χαχάνισε και μου απάντησε: Όχι, απλά ο αδερφός μου πήγε διακοπές με την παρέα του και μέχρι να γυρίσει κάθομαι εγώ στο πόστο του! Ωραία, απάντησα. Βάλε μου ένα μικρό. Πλήρωσα το καρπούζι και έφυγα."

"Γύρισα στην γειτονιά μου, ελαφρός απογοητευμένος. Ποτέ δεν αγόραζα πράγματα από την γειτονιά.", γέλασε. "Δεν ήθελα βλέπεις να έχω πάρε δώσε με ανθρώπους που μένουν κοντά. Άμα τα έκανα όλα διαφορετικά από την αρχή τώρα δε θα φοβόμουν το βιβλίο. Μπήκα στο σπίτι. Ο σκύλος ούτε που μου έδωσε σημασία. Και αυτός σα και εμένα, μόνος του. Είχε την τροφή του, το νερό του, το μπαλκόνι για όποτε ήθελε να χέσει. Τότε μου ήρθε! Ήταν ένα παιδί, στην ηλικία μου, στο πάρκο που έβγαζα τον σκύλο όποτε θυμόμουν. Αυτός ήταν καλό αφεντικό, έβγαζε τον σκύλο κάθε μέρα, όχι σα και εμένα. Θα πήγαινα, θα έπιανα κουβέντα με αυτόν. Φαινόταν ενδιαφέρον άνθρωπος, λιγομίλητος σα και εμένα. Έσφαξα το καρπούζι και το έβαλα στο ψυγείο φώναξα τον Νώε (ο σκύλος μου) και ξεκινήσαμε για το πάρκο. Λοιπόν, για να μη στα πολυλογώ, το αποτέλεσμα μπορείς να το φανταστείς. Το παιδί δεν ήταν στο πάρκο. ο σκύλος ήταν με έναν παππού, ο μπαμπάς του υποθέτω. Είχα διαλέξει κακιά μέρα για να ενταχθώ. Γύρισα πίσω στο σπίτι."

"Πίστευα ότι δεν είχα άλλη επιλογή έπρεπε να αυτοκτονήσω. Αλλά βλέπεις ήθελα να βρω έναν τρόπο μοναδικό, πρωτότυπο. Έτσι τις μέρες που μου είχαν απομείνει, έγραφα και έσκιζα σελίδες ψάχνοντας τον κατάλληλο τρόπο. Και ... είναι κάπως αστείο και ειρωνικό μαζί. Στο τέλος πέθανα απο ασιτία επειδή είχα ξεχάσει, με την εμμονή μου για θάνατο, να φάω."

"Γιαυτό να θυμάσαι, οι εμμονές, μόνο κακό μπορούν να σου φέρουν"

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι πια δε μιλούσε κανείς. Είχε βραδιάσει κιόλας. Γύρισα να τον ρωτήσω "Αφού πέθανες πώς είσαι εδώ και μου λες τις ιστορίες;" Αλλά όταν γύρισα στο παγκάκι δεν ήταν κανείς. Προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβει μόλις τώρα μέχρι που ένας σκύλος γέρικος ήρθε και κάθισε κοντά στα πόδια μου. Τον χάιδεψα και το χέρι μου σκάλωσε στο λουράκι του. Έγραφε με κεφαλαία καλλιτεχνικά γράμματα "ΝΩΕ"